- διεθνολόγος, ο
- διεθνολόγος, ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη διεθνολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διεθνολόγος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη διεθνολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
Καραφωτιάς, Παναγιώτης — (Κολλίνες Αρκαδίας 1934 –). Διεθνολόγος, κοινωνικός και πολιτικός επιστήμονας και λογοτέχνης. Είναι γνωστός και με το φιλολογικό ψευδώνυμο Ελλήγενης. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Ιλινόις των ΗΠΑ, διεθνείς σχέσεις στη Νέα… … Dictionary of Greek
Κρίσπης, Ηλίας — (Χαλκίδα 1917 –). Δικηγόρος, διεθνολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος Αθηνών και στη συνέχεια ως πανεπιστημιακός. Το… … Dictionary of Greek
Τενεκίδης, Κυριάκος — (1878 – 1947). Νομομαθής και διεθνολόγος. Καταγόταν από τη Σμύρνη. Σπούδασε νομικά στη Γαλλία, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας του πανεπιστημίου του Παρισιού. Το 1905 εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, ενώ,… … Dictionary of Greek